ταγεύω

ταγεύω
Α [ταγός]
1. (στη Θεσσαλία) είμαι ταγός*, ασκώ δημόσιο αξίωμα («ἐπεί γε μὴν ἐτάγευσε, διέταξεν ἱππικὸν ὅσον ἑκάστη πόλις δυνατὴ ἢν παρέχειν», Ξεν.)
2. είμαι αρχηγός φρατρίας
3. μέσ. ταγεύομαι
διατάζω στρατιώτες να λάβουν θέσεις («ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος», Αισχύλ.)
4. παθ. είμαι ενωμένος μαζί με άλλους υπὸ την εξουσία ενός ταγού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • διαταγεύω — (Α) [ταγεύω] τακτοποιώ, διευθετώ …   Dictionary of Greek

  • συνταγεύω — Α είμαι ταγός* μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταγεύω «είμαι ταγός, αρχηγός»] …   Dictionary of Greek

  • ταγεία — ἡ, Α [ταγεύω] το αξίωμα και το λειτούργημα τού ταγού …   Dictionary of Greek

  • ταγεύηται — τᾱγεύηται , ταγεύω to be pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγεύοντος — τᾱγεύοντος , ταγεύω to be pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάγευσαι — τά̱γευσαι , ταγεύω to be aor imperat mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτάγευσε — ἐτά̱γευσε , ταγεύω to be aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”