- ταγεύω
- Α [ταγός]1. (στη Θεσσαλία) είμαι ταγός*, ασκώ δημόσιο αξίωμα («ἐπεί γε μὴν ἐτάγευσε, διέταξεν ἱππικὸν ὅσον ἑκάστη πόλις δυνατὴ ἢν παρέχειν», Ξεν.)2. είμαι αρχηγός φρατρίας3. μέσ. ταγεύομαιδιατάζω στρατιώτες να λάβουν θέσεις («ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος», Αισχύλ.)4. παθ. είμαι ενωμένος μαζί με άλλους υπὸ την εξουσία ενός ταγού.
Dictionary of Greek. 2013.